ἀπειλητικῆς

ἀπειλητικῆς
ἀπειλητικός
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αικατερίνη των Μεδίκων — (Φλωρεντία 1519 – Μπλουά Γαλλίας 1589). Βασίλισσα της Γαλλίας. Κόρη του Λορέντσο των Μεδίκων, δούκα του Ουρμπίνο. Ορφανή από νεαρότατη ηλικία, παντρεύτηκε το 1533, ύστερα από θλιβερά και βασανισμένα παιδικά χρόνια, τον δούκα της Ορλεάνης, τον… …   Dictionary of Greek

  • Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”